- ἄμυστις
- ἄμυστιςlong draughtfem nom sgἄμυστιςlong draughtfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] … Dictionary of Greek
ἀμύστεις — ἄμυστις long draught fem nom/voc pl (attic epic) ἄμυστις long draught fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμυστιν — ἄμυστις long draught fem acc sg ἄμυστις long draught fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύστιδα — ἄμυστις long draught fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύστιδας — ἄμυστις long draught fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύστιδος — ἄμυστις long draught fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμυστί — ἀμυστὶ επίρρ. (Α) δίχως αναπνοή, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια». ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις] … Dictionary of Greek
αμυστίζω — ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις] πίνω μονορούφι, με μια γουλιά … Dictionary of Greek